- καθετήρας
- Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως μικρής διαμέτρου εύκαμπτα όργανα που μπορεί όμως να ποικίλλουν σε μήκος, διάμετρο, σχήμα και σύσταση, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Εκτός από τους κοινούς κ. της ουροδόχου κύστης, που εισάγονται από τη φυσική οδό (μέσα από την ουρήθρα) για την κένωση της ουροδόχου κύστης, υπάρχουν και κ. για τον καθετηριασμό των ουρητήρων, με τους οποίους εισάγονται και ακτινοσκιερά διαλύματα στη νεφρική πύελο για την εκτέλεση ειδικών ακτινολογικών εξετάσεων στο ουρογενετικό σύστημα.
Καθετηριασμοί γίνονται επίσης στους δακρυϊκούς πόρους, στις ευσταχιανές σάλπιγγες, στον οισοφάγο, και στις μέρες μας, όλο και συχνότερα, στην καρδιά. Η πρώτη απόπειρα χρήσης καρδιακού κ. έγινε από τον Γερμανό χειρουργό Βέρνερ Φόρσμαν στον εαυτό του το 1928. Γι’ αυτό τον λόγο βραβεύτηκε με το Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής το 1956. Ο καρδιακός κ. εισάγεται σε μια μεγάλη φλέβα ή αρτηρία, ανάλογα με το αν πρόκειται να καθετηριαστεί η δεξιά ή αριστερή καρδιά αντιστοίχως. Προωθείται έως τις κοιλότητες της καρδιάς υπό συνεχή ακτινοσκοπικό και ηλεκτροκαρδιογραφικό έλεγχο, ενώ ο ασθενής παραμένει ακίνητος σε διάφορες θέσεις για περίπου 45 λεπτά. Ο καθετηριασμός της καρδιάς χρησιμοποιείται για τη λήψη δειγμάτων αίματος, για τη μέτρηση των τοπικών πιέσεων στους τέσσερις καρδιακούς χώρους, για την εξέταση της επάρκειας των συστολών της καρδιάς, για τον έλεγχο της λειτουργίας των βαλβίδων (ακόμη και σε νεογέννητα ή παιδιά με χρήση αναισθησίας), για την εκτέλεση αγγειοκαρδιογραφήματος και κυρίως για τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου.
κ. με μπαλόνι.Κ. με ένα μπαλόνι κοντά στην κορυφή του, που χρησιμοποιείται σε πολλές αναίμακτες ιατρικές επεμβάσεις, όπως για να διευρυνθεί ο αυλός στενωμένου κοίλου οργάνου (όπως το έντερο). Συνηθέστερα χρησιμοποιείται για να διανοιχθεί στενωμένο αγγείο (όπως αρτηρία στενωμένη από αθηρωματική πλάκα) ή στενωμένη καρδιακή βαλβίδα, με σκοπό την αποκατάσταση της ροής του αίματος.
* * *ο (Α καθετήρ, -ῆρος) [καθίημι]1. ιατρ. εργαλείο αποτελούμενο από μεταλλικό, λαστιχένιο ή πλαστικό σωλήνα που εισάγεται στις κοιλότητες τού ανθρώπινου σώματος για θεραπευτικούς, διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς2. γεωτρύπανοαρχ.1. καθετί που μπαίνει μέσα σε κάτι και ειδ. κομμάτι από λινό ύφασμα που τοποθετείται μέσα σε πληγή2. αλιευτική ορμιά3. περιδέραιο, κάθεμα4. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο χρησιμοποιούμενο για την κένωση τής ουροδόχου κύστεως ή για κλύσματα.
Dictionary of Greek. 2013.